ἀκρατόστομος

ἀκρατόστομος
ἀκρατόστομος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακρατόστομος — ἀκρατόστομος, ον (Μ) αυτός που έχει αχαλίνωτο στόμα, αθυρόστομος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής + στομος < στόμα] …   Dictionary of Greek

  • ακρατής — ές (Α ἀκρατής) (με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος αρχ. 1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος 2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι 3. αυτός που δεν κρατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”